Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

H Αγία Σοφία Δράμας






A. ΚΟΥΝΤΟΥΡΑΣ - X. ΜΠΑΚΙΡΤΖΗΣ


Στό μέσον τής Δράμας σώζεται άξιόλογος βυζαντινός ναός τιμώμενος επ’ όνόματι τής 'Αγίας Σοφίας, ό όποιος δεν προκάλεσε μέχρι σήμερα τό ενδιαφέρον των αρχαιολόγων πλήν ολίγων συνοπτικών μέν άλλά χρησίμων παρατηρήσεων του Π. Βοκοτόπουλου1.

Τό 1960 ό Στυλ. Πελεκανίδης, έφορος τότε τών Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, προέβη σέ μικρής έκτάσεως επισκευές τής στέγης καί σέ άποχωμάτωση, γιά λόγους μόνωσης άπό τήν υγρασία, τής άνατολικής πλευράς τοΰ ναού, καθαίρεση τών κονιαμάτων καί άρμολόγησε τήν αρχική τοιχοποιία τής πλευράς αυτής2

Διαβλέψας τό ένδιαφέρον πού παρουσιάζει ό ναός ανήγγειλε τή δημοσίευσή του καί άνέθεσε τό 1966 στόν Α. Κούντουρα καί στόν X. Μπακιρτζή νά άπο- τυπώσουν τό μνημείο. Γιά διαφόρους λόγους ή μελέτη του Στυλ. Πελεκανίδη δέν εγινε καί μέ τήν ευκαιρία του A ' Συμποσίου γιά τή Δράμα καί τήν περιοχή της παρουσιάζονται γιά πρώτη φορά τά σχέδια αύτά (σχ. 1-3).

Τό μνημείο, όπως σώζεται σήμερα, μισοχωμένο στό έδαφος, μέ έπιχρισμένες όλες σχεδόν τίς έπιφάνειές του έξωτερικά καί έσωτερικά καί μέ τήν προσθήκη μεταγενέστερου προθαλάμου καί κωδωνοστασίου (άρχικά μιναρές) δέν δίνει πολλές πληροφορίες. 

Πρόκειται γιά τετράπλευρο έξωτερικά οικοδόμημα μέ μονόρριχτες στέγες στό βόρειο καί νότιο τμήμα καί ύψηλό οκτάπλευρο τρούλλο, ό όποιος στηρίζεται σέ εμφανή τετράπλευρη βάση (είκ. 1).

Στήν ανατολική πλευρά διακρίνεται ή αρχική τοιχοποιία έκατέρωθεν τής κόγχης του ιεροί) βήματος (είκ. 2). Άποτελεΐται από έγχόρηγη λιθοδομή. Ανάμεσα στους λίθους διακρίνονται καί spolia

Στή λιθοδομή παρεμβάλλονται καθ ’ υψος τριπλές ζώνες πλίνθων διαφόρων μεγεθών. Στίς γωνίες αυξάνουν οί πλίνθοι καί ώς συνδετικό κονίαμα τής τοιχοποιίας χρησιμοποιείται ρόδινο κουρασάνι. Ή τοιχοδομία αύτή μοιάζει μέ αύτή τής α' φάσης τών τειχών τής Δράμας, δπως παρατήρησαν οί Γ. Βελένης καί Κ. Τριανταφυλλίδης3.

Στό άνω τμήμα του άνατολικοΰ τοίχου, νοτίως τής κόγχης διακρίνονται έντοιχισμένα δύο κομμάτια έπιγραφών σέ μάρμαρο. 

Ή μέν μία είναι λατινική καί δέν σώζει παρά μόνον δύο γράμματα RC (είκ. 3)
, ή δεύτερη είναι δημώδης βυζαντινή καί σώζει τό δνομα καί τό έπάγγελμα ένός προσώπου ...]ΔΕ ΜΑΡΜΑΡΑ ΙΩΑ[ΝΝ0Υ...4 (είκ. 4).

 Ή έπιγραφή αύτή θά μπορούσε νά χρονολογηθεί πολύ γενικά μετά τό 1000 καί θά χρησίμευε ώς terminus post quem γιά ιήν χρονολόγηση του μνημείου, έάν ή τοιχοδομία στό άνώτερο τμήμα του τοίχου αύτοΰ παρουσιάζοντας έμφανή διατάραξη δεν ήταν ύποπτη γιά μεταγενέστερη προσθήκη.
Ασφαλώς μεταγενέστερων βυζαντινών χρόνων είναι τουλάχιστον τό έξωτερικό άνώτερο τμήμα τής τρίπλευρης κόγχης του ίεροΰ βήματος (είκ. 2)

Καθώς δμως άποκαλύφθηκε μετά τήν αφαίρεση τών κονιαμάτων δτι καί ή βάση τής κόγχης είναι τρίπλευρη καί οί γενέσεις τών πλευρών πλινθόκτιστες, συνάγεται δτι ή αρχική κόγχη τοϋ ίεροΰ βήματος του ναού τής Δράμας ήταν τρίπλευρη πλινθόκτιστη πιθανόν με τρία παράθυρα, άνά ενα σέ κάθε πλευρά.

'Η 'Αγία Σοφία εχει σέ κάτοψη τετράγωνο σχεδόν σχήμα. Μετρά εσωτερικά μήκος 13,40 μ. καί πλάτος 10,46 μ. '0 κεντρικός τετράπλευρος χώρος, πού σχηματίζεται άπό ογκώδεις πεσσούς καί στεγάζεται μέ τροΰλλο, έπικοινωνεΐ μέ ισοϋψή τρίβηλα υψους 3,50 μ. (είκ. 5) πρός πλάγια κλίτη (πλάτους 1,95 μ.), βόρειο καί νότιο, καί πρός νάρθηκα, πού καλύπτονται μέ συνεχείς ήμικυλινδρικές καμάρες υψους 4,60 μ. ό νάρθηκας, 3,94/4,33 μ. τά κλίτη. Κορμοί κιόνων, ίωνίζοντα συμφυή μέ έπίθημα παλαιοχριστιανικά κιονόκρανα ήμιτελή καί οί βάσεις τών κιόνων στά τρίβηλα είναι spolia άπό άρχαιότερα κτήρια5
'Ο νάρθηκας (πλάτους 2.47 μ.) διαμορφώνει τίς στενές πλευρές του σέ ρηχές καμπύλες στό άνω μέρος έλαφρώς τετραγωνισμένες στό κάτω μέρος κόγχες άνοιγμένες στό πάχος του τοίχου γιά τήν υποδοχή ψευδοσαρκοφάγων (είκ. 7).

 'Η ένότητα καί ή συνέχεια τών δύο κλιτών καί τοδ νάρθηκα, πού έν είδει περιστώου σέ σχήμα Π περιβάλλουν τόν κεντρικό χώρο, διακόπτεται άπό τοίχους, πάχους 1,10 - 2,00 μ. μέ τοξωτά άνοίγματα έπικοινωνίας (είκ. 8).

 Τά κλίτη άπολήγουν πρός άνατολάς σέ ήμικυκλικές κόγχες, οί όποιες δέν έξέχουν άλλά άνοίγονται στό πάχος του άνατολικού τοίχου.

 Έ άνατολική άπόληξη τοΰ βορείου κλίτους επικοινωνεί σήμερα μέ τό ιερό βήμα μέ μεταγενέστερο βυζαντινών χρόνων τετράπλευρο άνοιγμα, τό όποιο περιέλαβε ύπάρχουσα τετράπλευρη κόγχη καί φέρει οθωμανικών χρόνων οξυκόρυφη άπόληξη πρός τήν πλευρά τοΰ κλίτους. Τό άνοιγμα αύτό, δσο διακρίνει κανείς κάτω άπό τά νεώτερα κονιάματα, φέρει ώς άνατολικό σταθμό τμήμα άμφικίονα παραθύρου βυζαντινών χρόνων. Έάν ό άμφικίων άνήκει στήν 'Αγία Σοφία, τότε ή άψίδα τοΰ ίεροΰ βήματος μπορεΐ νά άποκατασταθεΐ μέ τρίλοβο παράθυρο καί δχι μέ τρία παράθυρα, άνά ενα σέ κάθε πλευρά, δπως άναφέραμε προηγουμένως. Τό διακονικό δέν επικοινωνεί μέ τό ίερό βήμα καί είναι διαμορφωμένο σέ παρεκκλήσι άφιερωμένο στήν Παναγία.

Στή βόρεια πλευρά φέρει τετράπλευρη κόγχη.
Ή άνωδομή τοΰ τετράπλευρου κεντρικοΰ τμήματος σχηματίζει τόξα υψους 6,63 μ. πού συνδέουν τούς ογκώδεις πεσσούς, ρηχά στή βόρεια καί νότια πλευρά, πλατύτερα στήν άνατολική καί δυτική καθιστώντας ετσι τόν κατά μήκος άξονα έντονότερο άπό τόν κατά πλάτος (είκ. 9). Επιπλέον ανάμεσα στήν άνατολική καμάρα καί τό τεταρτοσφαίριο τής κόγχης τοΰ ίεροΰ βήματος υψους 6,02 μ. παρεμβάλλεται θριαμβικό τόξο υψους 6,31 μ. (είκ. 10). Στά τέσσερα τόξα καί μέ τή βοήθεια σφαιρικών τριγώνων κάθεται υψηλός όκτάπλευρος έξωτερικά τροΰλλος μέ οριζόντιο γείσο καί τέσσερα παράθυρα (υψος κορυφής τρούλλου εσωτερικά 11,75 μ.).
'O ναός φέρει σήμερα άνά ενα παράθυρο στή βόρεια καί νότια πλευρά καί άνά ενα εκατέρωθεν τής δυτικής καί μόνης εισόδου. 'Η ύπάρχουσα στή νότια κόγχη τοΰ νάρθηκα είσοδος είναι μεταγενέστερη καί οδηγεί στό καμπαναριό (άρχικά βάση μιναρέ).

Στη δυτική πλευρά του ναού καί σέ ύψηλότερο 2,00 μ. περίπου έπίπεδο εχει προστεθεί κατά τήν περίοδο λειτουργίας του ώς τεμένους (Μπέη τζαμί) ευρύχωρος υπόστυλος προθάλαμος (εικ. 11) έπιστρωμένος μέ παλιές πλάκες μαρμάρου, οί οποίες, όπως καί τά οκτώ σκαλοπάτια, σέ περίπτωση έργασιών άναστήλωσης θά πρέπει νά άνασηκωθοΟν γιά νά έξακριβωθεϊ έάν φέρουν επιγραφές.

'Ως συνάγεται από τά σχέδια καί τήν περιγραφή ή 'Αγία Σοφία Δράμας καταλέγεται μεταξύ των ναών μέ τροΰλλο καί περίστωο, πού συναντώνται μέ διάφορες παραλλαγές στήν Κωνσταντινούπολη, τή Μακεδονία καί τήν περιοχή επιρροής των άπό τού 6ου αΐ. μέχρι τά παλαιολόγεια χρόνια6. 

 Αποτελούνται οί ναοί αύτοί, κατά τόν Π. Βοκοτόπουλο, άπό κεντρικό τετράγωνο χώρο, πού καλύπτεται άπό τροΰλλο, ό οποίος στηρίζεται σέ τέσσερις ογκώδεις πεσσούς μέ τή μεσολάβηση τόξων καί σφαιρικών τριγώνων καί άπό περίστωο, συνήθως πολύ χαμηλότερο άπό τόν κυβικό κεντρικό πυρήνα, τόν όποιο περιβάλλει άπό τή βόρεια, δυτική καί νότια πλευρά. Καί στίς τρεις πλευρές άνοίγονται δίοδοι επικοινωνίας του κεντρικού χώρου μέ τό περίστωο. 'Ο τύπος κατάγεται πιθανότατα άπό τίς βασιλικές μέ τροδλλο. Γιά τό λόγο αύτό παρατηρεΐται κατά τήν έξέλιξή του μία σταδιακή άπομάκρυνση άπό αύτές.

Τό άρχαιότερο παράδειγμα είναι ό ναός Qasr-Ibn-Wardan στή Βόρεια Συρία, πού χρονολογείται περί τό 564 καί παρουσιάζει συγγένεια μέ τήν τέχνη τής Κωνσταντινουπόλεως. 

Στόν 7ο αί. άνάγονται ή 'Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης (τέλη 7ου αί.) καί ή Κοίμηση τής Νικαίας (πρίν τό 730).
 Ακολουθεί ή Κοίμηση τής Θεοτόκου στήν Κουντουριώτισσα Πιερίας, ό ναός στήν Πύδνα-Κίτρος καί ό ναός τής Κοιμήσεως στό Λάμποβο τής Αλβανίας καί τέσσερα μνημεία του 11ου-12ου αί.: οί ήμιερειπωμένοι ναοί στό Drenovo καί στή Stara Pavlica στή Νότια Γιουγκοσλαβία καί δύο Κωνσταντινοπολίτικοι ναοί, πού σώζονται άλλοιωμένοι: τό καθολικό τής μονής Παμμακαρίστου τοϋ Που ai., καί τό καθολικό τής μονής Άκαταλήπτου (Kalenderhane) τού τέλους του 12ου αΐ. Στούς πρώιμους παλαιολόγειους χρόνους άνήκουν δύο άκόμη Κωνστα- ντινοπολίτικα παραδείγματα του ΐδίου τύπου: 'Ο νότιος ναός τής μονής Λιβός καί ό 'Άγιος ’Ανδρέας ό έν Κρίσει, δπως έπίσης καί τό καθολικό τής μονής Όλυμπιώτισσας στήν Ελασσόνα7.

Έπιμέρους χαρακτηριστικά τής ' Αγίας Σοφίας Δράμας συγγενεύουν καί πρός νεώτερα καί πρός παλαιότερα παραδείγματα. Π.χ. μέ τούς όψιμους ναούς τής Κωνσταντινουπόλεως συγγενεύει ώς
πρός τά στενά τόξα μεταξύ των πεσσών, πού άνακρατοΰν τόν τροδλλο καί ώς πρός τά τρίβηλα, μέ τά όποια επικοινωνεί ό κεντρικός χώρος με τίς πλευρές του περιστώου. 

Με τήν 'Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης ομοιάζει ώς πρός τίς συνεχείς καμάρες πού καλύπτουν τίς τρεις πλευρές τού περιστώου καί μέ τήν Κοίμηση τής Νικαίας καί τήν Κοίμηση τής Κουντουριώτισσας ώς πρός τούς τοίχους μέ τά μικρά ανοίγματα, πού χωρίζουν τά πλάγια κλίτη άπό τόν νάρθηκα, μόνον πού στήν περίπτωση τής Δράμας τά άνοίγματα αύτά είναι κομψώς έκκεντρα.

Στά γενικά χαρακτηριστικά ή 'Αγία Σοφία έχοντας συνεχείς ήμικυλινδρικές καμάρες στά κλίτη καί κατά μήκος άξονα εντονότερο άπό τόν κατά πλάτος στόν κεντρικό τετράπλευρο χώρο διατηρεί εν μέρει τόν χαρακτήρα τής δρομικής έκκλησίας. 
Τοΰτο ένισχύεται καί μέ τό έπίμηκες σχήμα τών ογκωδών πεσσών, πού προσομοιάζουν μέ παχεΐς τοίχους, καί μέ τήν αυστηρότητα τής κάτοψης.
Παράλληλα ό ύψηλός τροϋλλος υπερισχύει του κατά μήκος άξονα του κεντρικού τετράπλευρου χώρου, μεταγενέστερα δμως έπιχρίσματα πού τόν καλύπτουν εσωτερικά καί έξωτερικά δέν έπιτρέπουν νά διαπιστωθεί εάν αύτός είναι αρχικός ή όχι. Ανάλογο έρώτημα θέτει καί τό οκτάγωνο σχήμα του, πού προσομοιάζει μέ τούς ύψηλούς οκτάπλευρους Κωνσταντινοπολίτικης προέλευσης τρούλλους τής μονής Μυρελαίου (920), του ναού τής Θεοτόκου τής μονής του όσίου Λουκά (μέσα -β' μισό 10ου αί.) καί τής Παναγίας Χαλκέων Θεσσαλονίκης (1028) καί όχι μέ τούς ύψηλούς στρογγυλούς τρούλλους πού άποτελοΰν κανόνα στήν Έλλαδική μεσοβυζαντινή αρχιτεκτονική έως τό β' μισό τοΰ 10ου αί.8. Έάν ό οκτάπλευρος τροϋλλος τής 'Αγίας Σοφίας Δράμας είναι ό αρχικός, πού φαίνεται πιθανότερο, τότε ασφαλώς είναι ένα άπό τά πρωιμότερα παραδείγματα.

Έάν έπίσης μέ τήν καθαίρεση τών μεταγενεστέρων κονιαμάτων επιβεβαιωθεί ή μή επικοινωνία τών παραβημάτων μέ τό ιερό βήμα δικαιολογημένα, θά ομιλούμε γιά παρεκκλήσια καί δχι γιά πρόθεση καί διακονικό, δπως παρατηρεϊται στό ναό τής Παναγίας στήν Σκριποΰ (873/4)9

Αύτή ή έλλειψη επικοινωνίας τών τριών μερών στό ανατολικό τμήμα τής έκκλησίας, πού ώς άρχαϊσμός μπορεί νά έννοηθεΐ, συναντάται σέ παλαιοχριστιανικές βασιλικές (Κλειούς Λέσβου, βασιλική 'Αγίου Νίκωνος Σπάρτη (7ος αί.)) καί έπιβιώνει στούς παλαιολόγειους τετρακιόνιους σταυροειδείς έγγεγραμμένους ναούς τής Θεσσαλονίκης καί συγκεκριμένα στήν έλλειψη επικοινωνίας τών κογχωτών άπολήξεων τού Κωνσταντινουπολίτικης προέλευσης περιστώου των μέ τό άνατολικό τμήμα τοΰ κυρίως ναού.
Πρωτοτυπία άνάμεσα στά παραδείγματα του τύπου άποτελοΰν στήν 'Αγία Σοφία Δράμας οί σχηματιζόμενες στίς στενές πλευρές τοΰ νάρθηκα κόγχες γιά τήν τοποθέτηση ψευδοσαρκοφάγων. Παρόμοιες κόγχες είναι συνήθεις σέ παλαιοχριστιανικούς ναούς καί σέ μεσοβυζαντινούς ναούς τής Κωνσταντινουπόλεως, πού ήσαν καθολικά μονών, ώς π.χ. στό καθολικό τής μονής Μυρελαίου (920), στό ναό τής Θεοτόκου τής μονής τοΰ Λιβός (907), στό καθολικό τής μονής Χριστοΰ Παντεπόπτη (πρίν τό 1087) καί στόν "Αγιο Θεόδωρο (Vefa Kilise çamii, τέλος 11ου αί.)10.

 'Ηπαρουσία τους όχι μόνο συνδέει άκόμη περισσότερο τόν ναό τής Δράμας μέ την Κωνσταντινούπολη άλλά καί σε συνδυασμό μέ τήν όχι κεντρική θέση του υποβάλλει τή σκέψη δτι ή 'Αγία Σοφία ήταν καθολικό βυζαντινής μονής τής Δράμας.
Συνεκτιμώντας δσα συνοπτικά παρουσιάσαμε γιά τίς σχέσεις, πού ή 'Αγία Σοφία Δράμας εχει μέ άλλους ναούς τού ίδίου άρχιτεκτονικοϋ τύπου, διατυπώνουμε τήν άποψη δτι ό ναός τής Δράμας μπορεΐ νά χρονολογηθεί γύρω στόν 10ο αι. Νεώτερες ερευνες πάνω στό μνημείο ίσως φέρουν στό φως στοιχεία πού θά άποδεικνύουν μία πρωιμότερη ακόμη χρονολόγησή του.


 Παραπομπές

1. Π. Βοκοτόπουλος, Ή έκκλησιαστική άρχιτεκτονική εις τήν Δυτικήν Στερεάν 'Ελλάδα καί τήν "Ηπειρον άπό τον τέλους τοΰ 7ου μέχρι τοΰ τέλους τοΰ 10ου αΐώνος, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Βυζαντινά Μνημεία, άριθ. 2, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 126-131. ’ Αναφέρεται καί ώς ναός Κοιμήσεως τής Θεοτόκου (Ν. Γιαννόπουλος, «Χρονικά σημειώματα Δράμας», έφ. Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως (26-7-1892), σ. 634). Περιγραφή του μνημείου στή δεκαετία του ’20 δίνει ό Ε. Στράτης, Ή Δράμα καί ή Δράβησκος, Σέρραι 1929. Ευχαριστούμε τόν κ. Γ. Βελένη γιά τίς παρατηρήσεις του.

2. Άρχαιολογικόν Δελτίον 16 (1960): Χρονικά, σ. 230 (Στυλ. Πελεκανίδης).

3. Βελένης καί Κ. Τριανταφυλλίδης, «Τά Βυζαντινά τείχη τής Δράμας, έπιγραφικές μαρτυρίες», Βυζαντιακά, 11 (1991) 113, όπου δημοσιεύεται και κάτοψη τής Αγίας Σοφίας Δράμας.

4.Μαρμαράς μέ τήν έννοια του μαρμαρογλύφος βλ. Ν. Δρανδάκης, «Νικήτας μαρμαράς (1075)», Δωδώνη, 1 (1972) 19-44. Τό έπαγγελματικό έπώνυμο Μαρμαράς έμφανίζεται συχνά κατά τήν έποχή τών Παλαιολόγων, Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit, 7 (1985) 126-8.

5.Από τά τρία τρίβηλα τό δυτικό, πρός τόν νάρθηκα, εχει καταστραφεΐ μέ τήν άφαίρεση των κιόνων γιά διεύρυνση του ναού, δταν αυτός μετατράπηκε σε τζαμί (είκ. 6).

6.Βοκοτόπουλος, δ.π., σ. 126, Ν. Νικονάνος, Βυζαντινοί ναοί τής Θεσσαλίας άπό τό 10ο αιώνα ώς τήν κατάκτηση τής περιοχής άπό τούς Τούρκους τό 1393. Συμβολή στήν βυζαντινή άρχιτεκτονική, Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου άριθ. 26, ’Αθήναι 1979, σ. 152-3.


7.Βοκοτόπουλος, δ.π., σ.(ΐ27-8, δπου καί ή σχετική βιβλιογραφία. Νεώτερα: 'Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης: X. Μπακιρτζής, «Νεώτερες παρατηρήσεις στήν κτητορική έπιγραφή του τρούλλου τής 'Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης», Βυζαντινά, 11 (1982) 165-180. R. Cormack, «The apse mosaics of S. Sophia at Thessaloniki», Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, περ. δ', 10 (1980-1981) 111-135. Κ. Theocharidou, The Architecture of Hagia Sophia, Thessaloniki, from its Erection up to the Turkish Conquest, BAR 399, 1989 (τέλη του 6ου - 620/630). Κοίμηση Κουντουριώτισσας Πιερίας: ΆρχαιολογικόνΔελτίον28 (1973): Χρονικά, σ. 489-492 (Ε. Τσιγαρίδας) καί Άρχαιολογικόν Δελτίον 29 (1973-1974): Χρονικά, σ. 759-764 (Π. Λαζαρίδης). Πύδνα-Κίτρος: Ε. Μαρκή, «Ό μεσοβυζαντινός ναός τής Πύδνας», Οί άρχαιολόγοι μιλούν γιά τήν Πιερία (1985), σ. 59-64. Τής Ιδίας, «Παρατηρήσεις στόν οικισμό τής άρχαίας Πύδνας», Μνήμη Δ. Λαζαρίδη: Πόλις καί χώρα στήν άρχαία Μακεδονία καί Θράκη, Πρακτικά Αρχαιολογικού Συνεδρίου, Καβάλα 9-11 ΜαΓου 1986, Έλληνο- γαλλικές "Ερευνες 1, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 45-56. Τής ιδίας, «’Ανασκαφές βυζαντινής Πύδνας», Τό 'Αρχαιολογικό Έργο στή Μακεδονία καί Θράκη 2 (1988) 196.

8.Βοκοτόπουλος, ο.π., σ. 156.
9.Βοκοτόπουλος, ο.π., σ. 132, σημ. 2.
10. Ναοί του 4ου καί 5ου αί. εις Ch. Delvoye, «L’art paléochrétien de Chypre», XVe Congrès International d’Études Byzantines, Rapports et Co-rapports, V. Chypre dans le monde byzantine 4. L’ art paléochrétien de Chypre, Αθήνα 1976, σ. 12. Παραδείγματα καί έκτός Κωνσταντινουπόλεως σέ καθολικά βυζαντινών μονών τής Κύπρου εις A. Papageorghiou, «L’ architecture de la période byzantine à Chypre», XXXII Corso di Cultura sulI’Arte Ravennate e Bizantina, Ραβέννα 1985, σ. 330.