Του Βασίλη Πασχαλιδη
Εφημερίδα "ΠΡΩΙΝΟΣ ΤΥΠΟΣ'
16 Οκτωβρίου 2012.
ΟΙ Έλληνες της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και ειδικότερα των περιοχών Δράμας, Καβάλας και Σερρών κατά την σκοτεινή εκείνη περίοδο της τουρκοκρατίας είχαν εναποθέσει τη σωτηρία τους στην Εκκλησία και το σχολείο που πραγματικά διατήρησαν
αλώβητο το φρόνημα του λαού και γαλούχησαν ολόκληρες γενιές Ελλήνων με την ελπίδα της ανορθώσεως του "Μαρμαρωμένου Βασιληά".
Παρατηρήθηκαν επίσης συνωμοτικές και επαναστατικές κινήσεις, οι οποίες όσο σποραδικές ασύνδετες και μεμονωμένες κι αν ήταν έκρυβαν πάντως μέσα τους την ψυχική φλόγα των σκλαβωμένων Ελλήνων να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό.
Στη περιοχή Δράμας συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί υπήρχαν μόνο στο Δοξάτο, Τσατάλτσα (Χωριστή), Αδριανή, Αλιστράτη, Νικήσιανη,
Προσοτσάνη, Ζηλιάχοβα, Ζίρνοβο (Κάτω Νευροκόπι), Καλλιθέα Κ.α. και σε ορισμένα χωριά βορείως της Δράμας, όπου κατοικούσαν οροσίβιοι ελληνικοί πληθυσμοί όπως λ.χ. Πύργοι (Μπομπλιτς), Bώλακας κ.α.
Οι ελληνικοί αυτοί πληθυσμοί επειδή βρίσκονταν κοντά σε μόνιμα τουρκικά στρατόπεδα δέχονταν σε καθημερινή βάση περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή την ασφυκτική παρουσία σημαντικού αριθμού Τούρκων στρατιωτών. Ήταν επόμενο συνεπώς να υπήρχε επαγρύπνηση και παρακολούθηση της κάθε κινήσεως τους από τα αρμόδια τουρκικά στρατιωτικά και διοικητικά όργανα με άμεσο αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται αυτές με αιματηρά τουρκικά αντίποινα.
Παρά ταύτα η εμφάνιση και δράση κλεφτών δεν έπαυσε ποτέ να
παρατηρείται από τον 160 αιώνα και εφεξής.
Η δράση αυτή των κλεφτών στη" περιοχή Δράμας κυρίως διευκολύνονταν από τα πολλά ορεινά σημεία που έχει η γύρω περιοχή της Δράμας και κυρίως στη βορειότερη έκταση της.
Άλλωστε η παρουσία τους είναι γνωστή σε μας από πολλά περιστατικά που συνέβησαν στα χρόνια της σκλαβιάς. Βεβαιώνεται επίσης από το γεγονός ότι η Δράμα ήταν έδρα αρματολικίου με Έλληνα αρματολό που είχε την ευθύνη να καταδιώκει τους κλέφτες και να φρουρεί τα δερβένια δηλ. τις επίκαιρες ορεινές διαβάσεις. Στην Καλλιθέα έχει σωθεί ως τις ημέρες μας η ιστορική παράδοση για την παρουσία κλεφτών με αρχηγό τον καπετάν Θεόδωρο. Γρήγορα η δραστηριότητα της ομάδος αυτής των κλεφτών φαίνεται ότι είχε προκαλέσει την προσοχή του τουρκικού παράγοντα γιατί διαφορετικά δεν εξηγείται η οργανωμένη προετοιμασία τους στέλνοντας ειδικό εκστρατευτικό σώμα από τη Δράμα με μεγάλο αριθμό τούρκων στρατιωτών και χωροφυλάκων που προσπάθησαν να ανακαλύψουν και να πολιορκήσουν το λημέρι τους με σκοπό να τους συλλάβουν όλους πριν προλάβουν να
φύγουν. Δεν βρήκαν όμως κανένα. Όλοι τους είχαν εξαφανισθεί,τους είχε καταπιεί η γη. Οι κλέφτες είχαν καταφύγει σε σπηλιά μόλις είδαν τους τούρκους να έρχονται εναντίον τους.
Πραγματικά η σπηλιά αυτή βρίσκεται εκεί κοντά και είναι αθέατη. Έτσι η στρατιωτική αυτή μονάδα αναγκάσθηκε να αναφέρει στη Δράμα την εξαφάνιση των κλεφτών μόνο με δύο λέξεις "ουστί Θόδωρος" που μεταφράζεται στα Ελληνικά ότι ο Θεόδωρος "πέταξε", εξαφανίσθηκε από το λημέρι του. Ο καπετάνιος αυτός αναφέρεται ότι έδρασε κατά τον 17ο αιώνα. Κινήσεις κλεφτών παρατηρήθηκαν επίσης και σε άλλα ορεινά συγκροτήματα στη περιοχή Δράμας όπως στο Παγγαίο, στο Βώλακα,στους Πύργους και σε άλλα ακόμη χωριά.
Οι κλέφτες αυτοί ήταν σκληροτράχηλοι χωρικοί που ζούσαν μακρυά από τις οικογένειές τους είτε γιατί είχαν διαπράξει ορισμένα αδικήματα κατά τούρκων είτε γιατί δεν ήθελαν να εκπληρώνουν τις βαριές φορολογικές υποχρεώσεις τους που τις καθόριζε η απληστία και η αυθαιρεσία της τουρκικής φορολογικής αρχής. Η δράση τους δεν περιορίζονταν μόνο στην άρνηση τους να υπακούουν στις διαταγές των τουρκικών αρχών. Επεκτείνονταν και σε κινήσεις που είχαν σκοπό να προστατεύουν τους δικούς τους ανθρώπους και τους συμπατριώτες τους από τις πιέσεις των φορολογικών εισπρακτόρων που ήταν πάντοτε ασύδοτοι και καταλήστευαν τους Έλληνες χωρικούς.
Έτσι σιγά-σιγά οι Τούρκοι έγιναν ανεπιθύμητοι. Τελικά ο μοναδικός στόχος του Ελληνικού πληθυσμού που συνειδητοποίησε την θρησκευτική και φυλετική του συνείδηση ήταν να φύγουν οι Τούρκοι από τα χώματα αυτά.
Οι κλέφτες αυτοί πολύ γρήγορα οργανώθηκαν σε μικρές ομάδες και άρχισαν να κάνουν επιδρομές ακόμη και σε κατοικημένες περιοχές όπου πλεόναζε το τουρκικό στoιxείo. Μια τέτοια επιδρομή έγινε και μέσα στη πόλη της Δράμα« κατά την εποχή του Δράμαλη από 800 περί που «ληστές» που δεν άφησαν τίποτε όρθιο και έφυγαν φορτωμένοι με πολλά λάφυρα ενώ η τουρκική φρουρά δεν μπόρεσε καν να αντιδράσει.
Την άλλη ημέρα οι επιδρομείς αναγκάσθηκαν να δώσουν μάχη σε μια στενωπό με τον τουρκικό στρατό, όπου όμως υπέστησαν σημαντικές απώλειες, γιατί είχαν πέσει σε στημένη ενέδρα των τούρκων.
Η επιδρομή αυτή έγινε κύρια αιτία να αυξηθεί ο αριθμός των στρατιωτών που φρουρούσαν το παλάτι του Δράμαλη, σε 500.
Το επεισόδιο αυτό μας το διηγείται ο γάλλος πρόξενος της Θεσσαλονίκης COUSINERY και το άκουσε όταν πέρασε από τη Δράμα μερικά έτη αργότερα.
Από τις ιστορικές πηγές πληροφορούμαστε ότι το μοναστήρι της Εικοσιφοινίσσης επί του Παγγαίου όρους στη μακρά περίοδο της δουλείας υπήρξε το κέντρο της επαναστατικής δράσεως των Ελλήνων της περιοχής αλλά και ο φωτεινός φάρος της ελληνικής παιδείας με
την ίδρυση και λειτουργία σ' αυτήν Σχολής των Κοινών Γραμμάτων.
Καίτοι στη περιοχή της Κορμίστης κοντά στη Μονή ήταν μόνιμα στρατοπεδευμένος σοβαρός αριθμός τουρκικού στρατού που απέκλειε παντελώς κάθε προσπάθεια των Ελλήνων παρά ταύτα δεν έλειψαν οι συνωμοτικές δραστηριότητες, οι επισκέψεις οργάνων της Φιλικής Εταιρείας, οι πατριωτικές αντιδράσεις και οι παρεμβολές δυσχερειών στη διακίνηση των τουρκικών στρατευμάτων προς Θεσσαλονίκη, Χαλκιδική, Νάουσα, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο σε όλη την περίοδο της Επαναστάσεως του Γένους. Έτσι ο Πασάς του στρατοπέδου της Κορμί-
στης με πολυάριθμο στρατό αναγκάζονταν τακτικά να κάνει ερευνητικές και εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη" περιοχή του Παγγαίου για την ανακάλυψη των «ληστών» και την σύλληψή τους γιατί έφερναν εμπόδια στις κινήσεις των τούρκων υπαλλήλων στην είσπραξη του φόρου
και έκαναν πολλές ζημίες και καταστροφές στους τούρκους μπέηδες.
Οι Τούρκοι είχαν πληροφορίες ότι η όλη συνωμοτική οργάνωση των Ελλήνων της περιοχής προέρχονταν από τους καλόγερους της Εικοσιφοινίσσης.
Για τον λόγο αυτόν άλλωστε πολιόρκησαν πολλές φορές τη Μονή και προέβησαν σε επισταμένες έρευνες για την ανεύρεση όπλων και πολεμοφοδίων.
Ηρωϊκή θα παραμείνει στην ιστορία της περιοχής η σθεναρή στάση του ηγουμένου της Μονής Σωφρονίου κατά την προεπαναστατική περίοδο.
Είναι εξακριβωμένο επίσης, ότι οι Τούρκοι με το πρόσχημα της καταδιώξεως «ληστών» καταλήστευαν την περιουσία της Μονής.
Αλλά και οι μετέπειτα ηγούμενοι της Μονής Χρύσανθος, Νεκτάριος,Χατζηανανίας, Κύριλλος Κ.α. έδειξαν εξαιρετική δραστηριότητα στηνοργάνωση της συνωμοτικής προσπαθείας για την αναγέννηση του Έθνους και την επιτυχία της Επαναστάσεως. Μεγάλη βοήθεια πρόσφεραν
επίσης οι μοναχοί της Μονής προεπαναστατικά και για την ευόδωσητης άτυχης εκείνης αλλά ηρωϊκής εξορμήσεως του θρυλικού καπετάνιου Νικοτσάρα, το όνομα του οποίου σε ανάμνηση της θυσίας του φέρνει oμώνυμoς συνοικισμός της Κοινότητος Αργυρουπόλεως Δράμας.
Αρκετοί από τους συμπoλεμιστές του Νικοτσάρα συνελήφθησαν από τους Τούρκους και οδηγήθηκαν στη Δράμα όπου κρεμάσθηκαν στα πλατάνια της Δημαρχίας (αργότερα πλατεία), ενώ άλλοι οδηγήθηκαν στο Ροδολείβος και σκοτώθηκαν μέσα στην αποθήκη του Κιόρ Φετά
μπέη.
Στη πόλη της Δράμας η αγγελία της ιδρύσεως της Φιλικής Εταιρείας έφθασε από απεσταλμένο της oργανώσεως που περιέρχονταν τις πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας για την κατήχηση των Ελλήνων στους σκοπούς της εταιρείας.
Ο απεσταλμένος αυτός ήταν ο ίδιος εκείνος που επισκέφθηκε και τους καλογέρους της Μονής Εικοσιφοινίσσης. Αυτοί όμως φάνηκαν - κατά μία άποψη - πολύ διατακτικοί και καχύποπτοι απέναντι του. Φοβήθηκαν πως ήταν κάποιο πονηρό σχέδιο των Τούρκων. Έτσι είχαν κάθε λόγο να δυσπιστούν σε ακριτομυθίες αγνώστων πρoσώπων όσο και αν τα πρόσωπα αυτά ήταν εφοδιασμένα με τα συστατικά γράμματα της oργανώσεως.
Η αλήθεια είναι ότι οι καλόγεροι απέκρυψαν τις πραγµατικές προθέσεις τους στον απεσταλµένο της οργανώσεως που έφερε το όνοµα Ευάγγελος γιατί φοβήθηκαν µήπως ο άνθρωπος αυτός ήταν πράκτορας των Τούρκων. Όπως αποδείχθηκε από νεώτερες έρευνες µας ο απεσταλµένος αυτός της Φιλικής Εταιρείας που πέρασε από τη Δράµα και το Μοναστήρι της Εικοσιφοινίσσης δεν ήταν
άλλος από τον ιατρό Ευάγγελο Μεξικό καταγόµενο από την Ήπειρο.
Ναζίρης της Δράµας κατά την περίοδο αυτή ήταν ο Μαχµούτ Πασάς Δράµαλης, πασάς Α’ τάξεως, ο οποίος λίγο πριν από την επανάσταση, το 1820, είχε τοποθετηθεί µε διαταγή του Σουλτάνου στη' Λάρισα.
Ο Μαχµούτ Δράµαλης αν και τοποθετήθηκε στη Λάρισα εν τούτοις κατείχε και τη θέση του ναζίρη Δράµας, τα δε καθήκοντά του εκτελούσε αναπληρωτής του µε έδρα τη Δράµα και είχε ως περιοχή δικαιοδοσίας του την επαρχία (Καζά) Δράµας.
Μετά την εξέγερση των Ελλήνων η Ναζιρεία Δράµας καθό κέντρο στρατωνισµού πολυαρίθµου τουρκικού στρατού τροφοδοτούσε µε σηµαντικά τούρκικα στρατεύµατα όλες τις εκστρατείες των Τούρκων Πασάδων κατά της Χαλκιδικής, Βεροίας - Ναούσης, Ολύµπου και Παλιάς
Ελλάδος.
Η Ελευθερούπολη (Πράβι) παράλληλα εφοδίαζε τις τουρκικές στρατιές µε µεγάλες ποσότητες πυρίτιδος και βληµάτων που κατεσκευάζονταν στα εργοστάσιά της (µπαρούτ-χανέ) που ήταν περίφηµα από το έτος 1714.
Με την κήρυξη της επαναστάσεως το τουρκικό στρατόπεδο της Κορµίστης ενισχύθηκε σηµαντικά από την υποχρεωτική κατάταξη των Τούρκων που προσέρχονταν οµαδικά από την περιοχή του Σαντζακιου Δράµας (Δράµας, Καβαλας, Πραβίου, Σαρή-Σαµπάν), αλλά και από άλλες
επαρχίες (καζάδες) ως λ.χ. του Νευροκοπίου, Ζίχνας κ.τ.λ. και για τον λόγο αυτόν έγινε το σηµαντικότερο στρατιωτικό έµπεδο στη Μακεδονία µε γενικό διοικητή τον Μπαϊράµ-Πασά.
Εκτός από τις παραπάνω αρµοδιότητες και δικαιοδοσίες ο Μπαϊράµ - Πασάς είχε και το καθήκον να περιφρουρεί την ασφάλεια της περιοχής και να καταπνίγει στο αίµα κάθε επαναστατική κίνηση
στη' περιοχή αυτή.
Η Μονή της Εικοσιφοινίσσης µε την έναρξη της Επαναστάσεως τακτικά δέχονταν τις επισκέψεις αποσπασµάτων του Μπαϊράμ-Πασά που διενεργούσαν εξαντλητικές έρευνες στις αποθήκες
και τα υπόγεια της Μονής για την ανακάλυψη κλεφτών και όπλων.
Ο Μπαϊράμ-Πασάς είχε λόγους να πιστεύει ότι στη Μονή υπήρχε κέντρο Ελλήνων κλεφτών που από πολλά έτη κινούνταν στη- περιοχή του Παγγαίου και προκαλούσαν φθορές και εμπόδια στα τουρκικά στρατιωτικά αποσπάσματα, τα οποία με το πρόσχημα της ερεύνης και της
εισπράξεως των φόρων λυμαίνονταν τους ελληνικούς πληθυσμούς.
Οι μεγάλες επιτυχίες των Ελλήνων στην κυρίως Ελλάδα κατά των Τούρκων προκαλούσαν εδώ στη Δράμα όταν περιέρχονταν σε γνώση του τουρκικού στοιχείου τρομερά αντίποινα των τούρκων κατά των Ελλήνων. Περιορίζονταν όσο ήταν δυνατόν μόνο από τις παρεμβάσεις των Ελλήνων προκρίτων και μάλιστα του Μαναση και του Πανταζή. Οι δύο αυτοί Έλληνες ήταν προσωπικοί φίλοι του Δράμαλη και η παρουσία τους είχε βαρύτητα στη τουρκική διοίκηση.
Άλλωστε η παράδοση φέρνει ένα μέλος της οικογένειας Μανασή να συγκαταλέγεται στην ακολουθία του Δράμαλη όταν κατέβηκε με πολυάριθμο στρατό από τη Λάρισα προς την Πελοπόνησο. Στην ίδια ακολουθία του Δράμαλη φέρονται επίσης ως μέλη της και δύο άλλοι Έλληνες, ο ένας από το Μοναστηράκι με το όνομα Τουλούμηςκαι ο άλλος από το Βώλακα με το όνομα Βοζίκης. Δεν μπορέσαμε ακόμη ως σήμερα να εξακριβώσουμε αν αυτός ο Βοζίκης έχει κάποια συγγενική σχέση με τον κλάδο Βοζίκη της Καλλιθέας ή με τον κλάδο Βοζίκη της Αρκαδίας, από τον οποίο μάλιστα ένας γόνος ο Χαράλαμπος Βοζίκης είχε διατελέσει και Πρόεδρος της Βουλής.
Τόσο μεγάλη εκτίμηση έτρεφε ο Δράμαλης προς ορισμένες ελληνικές οικογένειες ώστε κατά το 1822 τις είχε στείλει σαν έκφραση αυτής της αγάπης του τις ωραιότερες ελληνοπούλες που είχε αιχμαλωτίσει κατά την εκστρατεία του) ενώ για το δικό του παλάτι στη Δράμα είχε στείλει τη θυγατέρα του Μάρκου Μπότσαρη, Αικατερίνη, γνωστή αργότερα, με το όνομα Ρόζα ως κυρία επί των τιμών στην αυλή της βασίλισσας Αμαλίας.
Οι Έλληνες της πόλεως για ν αποφύγουν την εκδίκηση των φανατισμένων τούρκων αναγκάσθηκαν να καταφύγουν για να σωθούν άλλοι πάνω στα βουνά, άλλοι στις µεγάλες πόλεις (Σέρρες, Θεσσαλονίκη κ.α.), ορισµένοι, οι νεότεροι, στην επαναστατηµένη Ελλάδα όπως ο Δήµος Νικολάου που έδρασε ηρωϊκά σε πολλές µάχες κατά των Τούρκων και άλλοι στη νησιωτική Ελλάδα.
Μόνο λίγοι Έλληνες είχαν παραµείνει στην πόλη, όσοι είχαν κυρίως φιλικούς δεσµούς µε την οικογένεια Δράµαλη. Τα περισσότερα ελληνικά εργαστήρια και καταστήµατα είχαν κλείσει ενώ άλλα είχαν καταληφθεί από τους Τούρκους. Είχαν εκλείψει ολότελα οι εµπορικές συναλλαγές και νεκρώθηκε απόλυτα η αγορά της πόλεως. Για τις αιτίες αυτές αναγκάσθηκε και η Μητρόπολη να µεταφέρει την έδρα της κατά το έτος 1825 στην Αλιστράτη, όπου πραγµατικά υπήρχε τότε πολυάριθµο ελληνικό στοιχείο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΗΓΕΣ:
Προφορικές αφηγήσεις από Καλλιθέα (Γεωργ. Δασκάλου), Βώλακα,
Πύργους, Μοναστηράκι κ.α.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
Αγαθαγγέλου, µητροπολίτου Δράµας: Εικοσιφοίνισσα Παγγαίου Ανατ.
Μακεδονίας. Δράµα 1915.
Βακαλοπούλου, Απ.: Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833. Θεσσαλονίκη
1969.
Βασδραβέλλη, Ιω.: Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας Α: Αρχείον Θεσσαλονίκης (1695-1912) Θεσ/νίκη 1952.
Βαρδουνιώτη, Δηµ.: Η καταστροφή του Δράµαλη. Τρίπολις 1913.
Καπετανάκη-Ακρίτα Νικ. Μαχµούτ-Πασάς Δράµαλης. Δράµα 1937.
Μερτζιου, Κων.: Μνηµεία Μακεδονικής ιστορίας. Θεσ/νίκης 1947.
Πασχαλίδη, Βασ.: Η συµβολή της Δράµας εις την Εθνεγερσίαν του
1821. Περ. "ΔΡΑΜΙΝΑ ΝΕΑ" τ.29 (Μαρτίου-Απριλίου 1971)
18-19.
Πασχαλίδη, Βασ.: Ο φιλικός Ευάγγελος Μεξικός. Περ . "Μακεδονικό
Ηµερολόγιο" Σφενδόνη, έτους 1976, σσ. 336-338, όπου
και άλλη βιβλιογραφία.
Πασχαλίδη, Βασ.: Η Μονή της Εικοσιφοινίσσης κατά την περίοδο
1770-1829. Περ . «Μακεδ. Ηµερολόγιο» Σφενδόνη , έτους
1977, σσ. 317-320.
Πασχαλίδη, Βασ.: Δήµος Νικολάου. Ενας αγωνιστής του 1821 από τη
Δράµα. Εφηµερίδα "Πρωινός Τύπος" Δράμας της 11.5.1983.
Cousinezy Μ.Ε.: Voyage dans La Macodoine. Τόµοι A-B.Paris 1831.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου